Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Αποστολή στην Αρκαδία



Αποστολή στην Αρκαδία
Συγγραφέας:Τσαπόγας Μίλτος(Kane)

Φρονώ στ' αλήθεια κι όχι επειδή αρέσκομαι στα στερεότυπα που συχνά κι αβίαστα ακούς να λέγονται, μα λόγω εμπειριών προσωπικών, ότι ετούτη η χώρα, η μικροσκοπική σε έκταση, έχει μεριές απόμακρες και γης κομμάτια που ξεπερνούν κατά πολύ στην ομορφιά και τη σαγήνη τις άλλες πατρίδες. Αλλά και η κάθε μιά τοποθεσία ελληνική είναι κονομημένη ξέχωρα με την προσωπική της κληρονομιά, γι αυτό και η κάθε περιοχή της Ελλάδος αποτελεί χωριστά από ένα πετράδι. Και επειδή γούστο του καθενός ανάμεσα σε όλους τους πολύτιμους λίθους, είναι να ξεχωρίσει και να κάμει διαλογή το πετράδι της αρεσκείας του, έτσι κι εμείς, σε αυτή τη νέα μας περιήγηση θα δείξουμε την προτίμησή μας σε εκείνη την καταπράσινη σαν σμαραγδένια στο χρωματισμό της πολύτιμη πέτρα της Πελοποννήσου που το όνομά της είναι Αρκαδία. Μα λέω να αφήσω στην άκρη τους προλόγους και να ξεκινήσω να σας ιστορώ με τα δικά μου λόγια και λιγοστές παραθέσεις, παλιές απολησμονημένες διηγήσεις που ήβρα κι αναδίφησα σε διαφορετικών λογιών βιβλία, οι οποίες μνημονεύουν ένα σύνολο από αρκαδικές παραδόσεις. Ιστορίες νόστιμες για τη φαντασία, που λάβανε την υπόστασή τους απάνω στις σύδεντρες βουνοπλαγιές και τις βραχώδικες κορφές της έμορφης και πολυθρύλητης Αρκαδίας. Λύκαιον Όρος: Η ιερή των Αρκάδων κορυφή, η αρχαία Λυκόσουρα και η νυμφαία θαυματουργή πηγή Αγνώ. Και είπα να κάνουμε την αρχή με το όρος Λύκαιον το οποίο ορθώνεται στο νοτινό κομμάτι της Αρκαδίας με κορυφή που αγγίζει περίπου τα 1400 μέτρα. Εάν θέλεις να το ιδείς καλά κι από κοντά αφού προσπεράσεις τη Μεγαλόπολη ερχόμενος από Τρίπολη, θα πρέπει να ακολουθήσεις τις πινακίδες προς τις Καρυές και τη Λυκόσουρα. Αυτό ήτανε. Τώρα πια παίρνεις την ανηφοριά που έχει αποκτήσει σημάνσεις για την ιερή κορυφή, ρωτάς και κανέναν Αρκάδα τσομπάνο για να το σιγουρέψεις, και στα μισά της ώρας έχεις ζυγώσει κάτω από την κορυφή του. Στα δεξιά σου τώρα το αρχαίο στάδιο κι αριστερά η πηγή «Αγνώ» για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Όταν σιμώσεις στην κορυφή θα ιδείς καταμπροστά σου ριγμένες και λιγοστές τις εναπομείναντες αρχαίες πέτρες που είναι δουλεμένες από τα χέρια των προγόνων μας, πλησίον του ερημοκλησιού του ʼη Λιά το οποίο στέκεται εκεί από τα 1935. Ετούτη όπως προείπαμε είναι η ιερά κορυφή των Αρκάδων την οποία μετά από το ταξίδι του στην Αχαΐα και ερχόμενος στην Αρκαδία, είχε θαυμάσει κι ο πολυφημισμένος περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας. Κι έλεγε για κείνη: Στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού υπάρχει βωμός του λύκαιου Δία αποτελούμενος από σωρό χώματος. Το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου είναι ορατό από το μέρος αυτό. Μπροστά στο βωμό, στ' ανατολικά, υψώνονται δυο κίονες, επί των οποίων υπήρχαν παλαιότερα αετοί επίχρυσοι. Πάνω στο βωμό γίνονται θυσίες απόρρητες για το λύκαιο Δία, για τις οποίες δεν μου είναι ευχάριστο να πολυπραγμονήσω. Ας γίνονται όπως γίνονται κι όπως γίνονταν από την αρχή. Μα εκείνο που είναι άξιο περισσότερο να ιδούμε είναι αυτό που λέει πρωτύτερα για τον τόπο που εξετάζουμε, όταν κάμει κάποια αναφορά στα μυστήριά του: Θαυμαστά πράγματα συμβαίνουν στο Λύκαιο όρος, ιδιαίτερα το εξής: υπάρχει στο βουνό τέμενος του λύκαιου Δία, στο οποίο δεν επιτρέπεται να μπουν άνθρωποι. Αν κανένας περιφρονήσει τον κανόνα και μπει, ανάγκη αναπότρεπτη είναι να μη ζήσει πάνω από μια χρονιά. Έλεγαν ακόμη πως κάθε ζωντανή ύπαρξη που θα βρεθεί μέσα στο τέμενος, ζώο ή άνθρωπος, δεν ρίχνει σκιά. Γι' αυτό το λόγο, αν ένα ζώο καταφύγει στο τέμενος, εκείνος που το κυνηγάει δεν το ακολουθεί μέσα, αλλά μένει έξω, από όπου παρατηρώντας το ζώο, δεν βλέπει καμιά σκιά του(Παυσανίου: Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, Εκδοτική Αθηνών). Αφιέρωσες το χρόνο της αρεσκείας σου στην κορυφή με την πανώρια θέα και αποφασίζεις να κινήσεις για τη Λυκόσουρα. Κατά την επιστροφή σου από την ίδια διαδρομή εύκολα θα απαντήσεις την αρχαιότατη πηγή «Αγνώ» που σήμερα οι Αρκάδες την έχουνε ανοικοδομήσει όμορφα με υλικό εντόπιο. Από τα χρόνια του περιηγητή είναι σωσμένη για την πηγή της νύμφης μια παράδοση που περιγράφει κάποιαν αρχαία λιτανεία την οποία πραγμάτωναν οι ιερείς του Λυκαίου Διός στις απεχθέστατες περιόδους μακροχρόνιας ξηρασίας. Ο ιερέας αφού έκαμε τις προσευχές του και θυσίαζε στο καθάριο νερό της «Αγνώ», ετάρασσε την επιφάνειά του νερού με ένα κλαδί βαλανιδιάς. Το τελετουργικό αποσκοπούσε στο να ανυψωθούν από την πηγή υδρατμοί που κατά τρόπο αφύσικο θα σχημάτιζαν στον ουρανό κάποιο μικρό σύννεφο. Εκείνο, θα είχε την ικανότητα να προσελκύσει κατά τη γη των Αρκάδων και άλλα μακρινότερα σύννεφα και όλα μαζί θα δημιουργούσαν στην περιοχή βροχόπτωση. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως παράδοση είναι διαχρονική, τόσο δε, που ακόμη και στις ημέρες μας οι άνθρωποι του τόπου κάνουν παρεμφερείς δεήσεις για βροχή κατά τις είκοσι του Ιούλη λίγο ψηλότερα, στο εξωκλήσι του ʼη Λιά. Ύστερα είναι και η Λυκόσουρα, που πιθανόν να μην γνωρίζετε ότι εικάζεται πως είναι η αρχαιότερη πόλη του κόσμου -η πρώτη που είδε το φως του ήλιου- και πως από εκείνη είδαν οι άλλες πανάρχαιες πόλεις και γίνηκαν. Μιας όμως κι έπιασα να σας εξιστορώ για τόπους αρχαίους, επιβεβλημένο είναι να σας προτρέψω να απαντήσετε και το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες, ο οποίος καταλαμβάνει ένα από τα φυσικά πλατώματα των ορεινών της περιοχής του σε υψόμετρο 1130μ. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ετούτο το μεγαλόπρεπο κομψοτέχνημα δωρικού ρυθμού σχεδιάστηκε από το διάσημο αρχιτέκτονα Ικτίνο (γνωστό από τη συνεισφορά του στο σχεδιασμό του Παρθενώνα), ενώ την ονομασία του κονόμησε χάριν της βοήθειας που η θεότητα έδωκε στους Φιγαλείς για την ανάκτηση της πόλης τους στον αγώνα που δώσανε ενάντια στους Σπαρτιάτες (659 π. Χ.). Αλλά νομίζω πως αρκετά έχουμε πει για τα αρχαία. Ώρα είναι να ιδούμε τι έχουνε να μας ιστορήσουν τρία μεσαιωνικά μνημεία της Αρκαδίας που η σκούφια τους κρατά από τους ρομαντικούς και αιματόβρεχτους καιρούς των Ιπποτάδων και των Δεσποσύνων. Από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Τα κάστρα Καρύταινας και ʼκοβας: Τα απομεινάρια των Γάλλων ιπποτών στο Μοριά. Σχετικά με το κάστρο της Καρύταινας έχουν εξιστορηθεί πολύ λίγα πράματα ενώ λιγότερα θαρρείς πως συναντάς ακόμη άμα το ερευνήσεις, για τον σπουδαίο διαφεντευτή του –κατά σειρά δεύτερο-, τον λιονταρόψυχο σταυροφόρο πολέμαρχο Γοδεφρείδο ντε Μπρυγιέρ. Τον ξακουσμένο ιππότη, του οποίου η φιγούρα έμελε να μετουσιωθεί μέσα στην καταχνιά της ιστορίας σε σκοτεινό θρύλημα. Ένα θρύλημα, από εκείνα που οι γεροντάδες της Καρύταινας, του πανώριου χωριού που φωλεύει στα πόδια του καστρόλοφου, περιπλέκουν υπέροχα, για να τα ψιθυρίσουν μιαν άγνωστη στιγμή στην αχόρταστη του επισκέπτη φαντασία... Το παλαιό καστέλι χτίστηκε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας αναμεταξύ του 14ου και 13ου αιώνα από τον πατέρα του προαναφερθέντος ιππότη, τον μεγαλοβαρώνο Ούγο ντε Μπρυγιέρ. Ήταν η εποχή της μεγάλης μοιρασιάς των ελληνικών εδαφών που κάμανε μεταξύ τους οι ευγενείς των σταυροφόρων ύστερα από την τέταρτη σταυροφορία και την κατάληψη της ανίσχυρης σε κείνα τα άγρια χρόνια Κωνσταντινούπολης. Όπως προείπαμε, μετά τον Ούγο, το επιβλητικό οχυρό που ο Καζαντζάκης σαν το αντίκρισε επιθύμησε να το βαφτίσει «Τολέδο της Ελλάδας», περνάει στην κυριαρχία του Γοδεφρείδου, μα το πεπρωμένο του έγραφε ότι δε θα έμενε στην ιπποτική τη δούλεψη για περισσότερα από εκατό χρόνια. Σαν όλα λοιπόν τα ελληνικά τα κάστρα έτσι και τούτο, πήρε την αιματόβρεχτη διαδρομή στην ιστορία. Ύστερα από την αλαζονική φάρα των σιδεροντυμένων ιπποτών, έρχονται και το κυβερνάνε διαδοχικά οι Βυζαντινοί, οι λάτρες του εμπορίου Βενετσιάνοι και οι Τούρκοι. Και κατόπιν, σαν οι καιροί αλλάξαν κι έφτασε η επανάσταση του γένους, το ανεμοδαρμένο φράγκικο κάστρο πέρασε στους Έλληνες και στο θεριό του γένους Κολοκοτρώνη, που από τις δαντελωτές του τις επάλξεις θα έκαμε τον Ιμπραήμ και τα φουσάτα του να σκιάζονται το παλαιό φρούριο όπως ο διάολος το λιβάνι. Μα ξέχασα να σας διηγηθώ εκείνο το απολησμονημένο θρύλημα που ψιθυρίζεται από ελάχιστα στόματα στο φωλιασμένο κάτω από τον καστρόλοφο χωριουδάκι, τη θαυμαστή Καρύταινα. Τα ψιθυρίσματα αυτά λένε για τον Ντε Μπρυγιέρ -τον φοβερό κι ανδρείο ιππότη -, πως τις σιωπηλές στιγμές που στα αρκαδικά βουνά σιμώνει μεσονύχτι, ακούγεται να γυροφέρνει απάνω στον τριγωνικό του κάστρου περίβολο, καβάλα στο πανέμορφο άλογό του. Και είναι αρματωμένος και ισχυρός, που λες ότι κι ο θάνατος ακόμη εδείλιαζε να τόνε βλέπει να σεργιανάει στα ανήλιαστα παλάτια του και τόνε γύρισε πίσω. Τέτοια παραμύθια, με τα φανταστικά καμώματα των προσωπικοτήτων των παλαιών καιρών που αφέντεψαν πύργους και φρούρια έχει σωσμένα η πατρίδα μας στα λαογραφικά της ράφια σωρό. Ας δούμε τώρα το λοιπόν, ένα μεσαιωνικό ιστόρημα που χει παραλλαχθεί στο χρόνο, για κάποιο αρκαδικό κάστρο φρικωδώς εγκαταλειμμένο στις ημέρες μας, το οποίο θαρρείς πως ανασάνει όσο μπορεί μονάχα μέσα από τα λιγοστά χείλη που μιλούν για κείνο: Μιάμιση ώρα μακριά από τη Βερβίτσα είναι το κάστρο της Μονοβύζας. Αυτή ήταν βασιλοπούλα, και την έλεγαν Μονοβύζα γιατί είχε μονάχα ένα βυζί, και επειδή ήταν μακρύ και βαρύ, το εγύριζε από το νώμο και το έριχνε πίσω στις πλάτες της για να ξαλαφρώνει. Η ίδια η Μονοβύζα έφτιασε και Της Κυράς το γιοφύρι στο Ρουφιά, παρακάτου από το κάστρο της Γλανίτσας, κοντά στη Στρέζοβα. Το κάστρο της το πάτησαν μια φορά εχτροί, αλλά τη Μονοβύζα δεν μπόρεσαν να την πιάσουν, γιατί έφυγε νύχτα από μια μυστική πόρτα, απ' αυτή εχώθηκε εις ένα υπόγειο δρόμο, και όταν έφτασε στην άκρη, έσπρωξε την πλάκα που ήταν βουλωμένο το άνοιγμα του δρόμου και εβγήκε στον κάμπο... (Απόσπασμα από τις «Παραδόσεις» του Νικόλαου Πολίτη τ.'Α εκδ. γράμματα) Όμως, ποιό είναι το κάστρο που μνημονεύεται από την παράδοση και ποιά η Μονοβύζα; Το «κάστρο που βρίσκεται μιάμιση ώρα μακριά από τη Βερβίτσα» δεν υπάρχει αμφιβολία πως αντιστοιχεί στο κάστρο της «ʼκοβας»(Το κάστρο είχε ονομαστεί από τους σταυροφόρους Mategriffon που στα φράγκικα σήμαινε «σκότωσε το γρύπα», δηλαδή τον Έλληνα. Έπειτα από σχετική μου έρευνα ανακάλυψα ότι η λέξη θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά λίγο ενωρίτερα από την τρίτη σταυροφορία κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, όταν ο ʼγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατά το πέρασμά του από την Ιταλία, βάφτισε Mategriffon έναν ξύλινο θηριώδη πύργο που κατασκεύασαν οι άνδρες του για την αντιμετώπιση των Ελλήνων της Σικελίας). Όσο για τη Μονοβύζα, εκείνη το πιθανότερο ήταν η δευτερότοκη θυγατέρα του επί φραγκοκρατίας πρίγκιπα της Πελοποννήσου Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου. Το όνομά της ήτανε Μαργαρίτα και φυσικά τα στήθια της βρίσκονταν στις θέσεις τους. Όμως, σαν έγινε «Κυρά κι αρχόντισσα της ʼκοβας» κι αφέντευε το κάστρο, οι τότε πλέχτες των γλαφυρών ιστοριών της περιοχής ορέχτηκαν να την κάμουν να φέρνει στα παραμύθια τους με τις μυθικές Αμαζόνες, για τις οποίες γνωρίζουμε πως κόβανε το δεξιό τους στήθος για να τα καταφέρνουν ευκολότερα με το δόρυ τους. Μα είναι η ώρα να αφήσουμε πίσω μας και τούτο το καστέλι, για να γνωρίσουμε και πάλι, ένα πολυθρύλητο μεσαιωνικό φρούριο που το όνομά του γίνηκε ένα στα χρόνια του με τον ατόφιο ελληνικό ηρωισμό. Το κάστρο του Αρακλόβου. Αλλιώς, θα μπορούσαμε να το πούμε το συγκεκριμένο και κάστρο «φάντασμα», γιατί για εμάς τους περιπατητές αλλά και κάθε αναζητητή της σύγχρονης εποχής η τοποθεσία του είναι πραγματικά άδηλη. Τα στοιχεία δείχνουν πάντως ότι το πιθανότερο είναι να ευρισκόταν στην Αρκαδία, γι αυτό και αποφάσισα να το εντάξω στις παρούσες σελίδες. Ελάχιστα στοιχεία γνωρίζω γι αυτό επειδή ελάχιστα διεσώθησαν. Εκείνο όμως που έχει καταγραφεί και είναι άξιο να γνωρίσετε, είναι η γενναιότητα που έδειξε το κάστρο τούτο κατά τα πρώτα χρόνια της φραγκοκρατίας απέναντι στους σιδεροντυμένους τυχοδιώκτες σταυροφόρους. Πέντε χρόνια ολάκερα σφυροκοπούσε τα θεμέλιά του ο Καμπανέσης, ο πρώτος ηγεμόνας του Μοριά. Όλον εκείνο τον καιρό, υπερασπιζόταν το κάστρο ένας λιονταρόψυχος, ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, απόγονος της φημισμένης οικογένειας των Βουτσαράδων της Λακωνίας. Τα μπράτσα του μπόραγαν και βαστούσαν το υπερμέγεθές του ρόπαλο που άλλου θνητού η ρώμη δεν έφτανε όρθιο να το κρατεί. Να πως έκανε την καταγραφή του Βουτσαρά αλλά και του Αρακλόβου ένα παλιό στιχούργημα, το χρονικό του Μορέως: ...να στείλουν κ' εις το Αράκλοβον όπου κρατεί τον δρόγγον, όπου το λέγουν τα Σκορτά, μικρόν καστέλιν ένι, αλλά εις τραχώνιν κάθεται, πολλά ένι αφιερωμένων. Λέγουν οκάποιος το κρατεί από τους Βουτσαράδες, Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι... Το κάστρο έχει και το θρύλο του: Το μακρινό εκείνο καιρό που οι ανδρειωμένοι του Βουτσαρά πάλευαν με τους ιππότες για το κάστρο, είχε προκύψει στα κρυφά το ερωτικό ειδύλλιο. ανάμεσα στον Καμπανέση(ονομαζόταν Γουλιέλμος του Σαμπλίτ), και την πεντάμορφη κόρη του έλληνα πολέμαρχου Μαρία Δοξαπατρή. Σαν όμως τα έφερε ο καιρός ανάποδα για το μυστικό ζεύγος και ο Καμπανέσης αναγκάστηκε να φύγει για την πατρίδα του, ή έμορφη θυγατέρα από το μαρασμό της πήρε τη μοιραία απόφαση να δώσει τέλος στα ζηλευτά της νιάτα κάμωντας ένα πήδημα στα νερά του Αλφειού. Κλείνοντας...Όπως συμβαίνει όμως με κάθε ιστορία, έτσι και τούτο μας το οδοιπορικό κατευθύνεται προς ένα τέλος. Μα πριν να το κλείσουμε, λέω να σας υποδείξω με λίγα λόγια, κάποια ακόμα από τα αξιοπρόσεχτα της αρκαδικής γης, τα οποία είχα την τύχη από κοντά κι εγώ ο ίδιος να ιδώ και να αποθαυμάσω. Έτσι έχουμε: Κοντά στο φημισμένο Λεβίδι, την αρχαία πόλη κράτος του αρκαδικού Ορχομενού που ήταν το αντίπαλον δέος της Τεγέας και της Μαντινείας, με αρχαίο θέατρο αφιερωμένο στο θεό της ενώσεως μεταξύ των ανθρώπων Διόνυσο. Εντυπωσιακό μέρος των ερειπίων του θεάτρου οι δύο σωζόμενοι πέτρινοι θρόνοι στην άκρια της σκηνής του. Ύστερα, είναι το έμορφο πετρωτό γεφύρι της Καρύταινας(βρίσκεται κάτω ακριβώς από τη σύγχρονη γέφυρα που ενώνει Καρύταινα και Ανδρίτσαινα) το οποίο ο παλαιός θρύλος το θέλει να χει κρυμμένο μέσα στα παγωμένα του θεμέλια το άψυχο σώμα της αρχόντισσας του κάστρου. Το ιστόρημα φέρνει αμέσως στη μνήμη μας την πολυταξιδεμένη στο χρόνο παράδοση του ξακουστού ηπειρώτικου «Γιοφυριού της ʼρτας». Το λοιπόν, κι εδώ το ίδιο πράγμα φαίνεται πως συνέβαινε. Όσο κι αν επαλεύανε οι χτιστάδες να κάμουνε στέρεες τις καμάρες του, τόσο το φουσκωμένο ρέμα του Αλφειού που τρύπωνε από κάτω θέριευε, και η δόλια η γέφυρα σκορπούσε. Κι έτσι, αφού είδε κι απόειδε ο Καρυτινός αυθέντης, έχτισε την ταλαίπωρη γυναίκα του αντάμα με τις βουβαμένες πέτρες ώστε να πραγματωθεί η θυσία. Από τότε, το γεφύρι κατάφερε να στεριώσει και ποτέ ξανά δεν τους βασάνισε. Έπειτα είναι το εκκλησάκι της αγίας Θεοδώρας -και με αυτό θα κλείσουμε το οδοιπορικό μας-, «το εκκλησάκι με τα δέντρα», όπως είναι διασημότερο λόγω του εντυπωσιακού και σπάνιου φαινομένου της οροφής του με τα εφτά φυτρωμένα απάνω της πανύψηλα πεύκα. Πέραν όμως του φαινομένου, το οποίο -τι άλλο-, γίνεται καθημερινά αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιους, ενδιαφέρον παρουσιάζει ολάκερο το τοπίο και τούτο λόγω της υποβλητικής του βλάστησης που συνάμα με το ξωκλήσι και το καθάριο ρυάκι που στα ριζά του κυλά, φέρνει στις φαντασίες μας με πίνακα ζωγραφικής καλλιτεχνίας.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου