Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΓΙΑΤΙ Η ΑΡΚΑΔΙΑ;





Γιατί η Αρκαδία;Για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια αιματηρών πολέμων, κατάφωρης αδικίας και κατάχρησης εξουσίας, ποτέ δεν έλειψαν από τον πολιτισμό μας ποιητικές φωνές που διατηρούσαν ζωντανό το ειλικρινές κάλεσμα στην αρμονία και την απλότητα μέσα από μια βουκολική εικόνα. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς πότε γεννήθηκε αυτό το όνειρο, αλλά με αρχή το έργο του Λατίνου ποιητή Βιργίλιου, απέκτησε για πάντα το όνομα Αρκαδία.Η Αρκαδία, πέρα από μια ιστορική και σύγχρονη περιοχή, είναι ένα εύηχο όνομα που θριάμβευσε στον πολιτισμό μας σαν αναπόληση της ειρήνης, της αθωότητας, της αρμονίας, της φύσης, της χαράς της ζωής, της ελευθερίας στον έρωτα, της ευαισθησίας, της απλότητας, του μέτρου και της επιστροφής στην ουσία. Η Αρκαδία είναι το όραμα μιας απλής και εφικτής ευδαιμονίας, το αμυδρό και υποβλητικό πορτραίτο ενός τόπου απ' όπου ο άνθρωπος δε νιώθει ξεριζωμένος.

Σε αντίθεση με άλλους μύθους, τον μύθο της Αρκαδίας δεν μπορεί κανείς να τον αφηγηθεί. Στερείται εντελώς πλοκής, αρχής και τέλους, αποκλειστικών πρωταγωνιστών. Αποτελείται από ελεύθερες πινελιές, από χειρονομίες, συνειρμούς, χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουμε ως «αρκαδικά», τα οποία όμως βρίσκονται διάσπαρτα στα λόγια και τα έργα πολύ διαφορετικών εποχών και τόπων. Διότι η Αρκαδία - απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις της αφήγησης - είναι πάνω απ' όλα μια εικόνα, και σε αυτήν την ανοιχτή και υποβλητική υπόσταση στηριζόταν ανέκαθεν η δύναμή της.

Στο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, η Αρκαδία ήταν η γη των απαρχών, των προγόνων και των οικιστών, γη ορεινή και από τη θάλασσα μακρινή, γη με ανθρώπους ευσεβείς και ταπεινούς πλάι στους θεούς της άγριας φύσης, με ανθρώπους φιλόξενους, ποιμένες, λάτρεις της μουσικής και της απλής ζωής, μακάριους και κοντινούς στην εποχή του Κρόνου. Η γη όπου η φωνή των χρησμών είχε υποδείξει τους πιο ευδαίμονες και ταπεινούς ανθρώπους.Τούτη η παράξενη εικόνα υπήρξε η αφετηρία για τον μύθο της Αρκαδίας, που από τότε μέχρι τις μέρες μας δεν έχει πάψει να εξελίσσεται και να αφομοιώνει νέα στοιχεία.

Στους χρόνους του Βιργίλιου, η Αρκαδία γίνεται ένα με τους μακρινούς απόηχους του μύθου της Χρυσής Εποχής· στο έργο των Λατίνων ελεγειακών, διεκδικεί την ιδέα του έρωτα σαν το αληθινό νόημα της ζωής· στις αρχές του χριστιανισμού, γονιμοποιεί με παγανιστική γοητεία τις πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες της νέας εποχής.

Καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η Αρκαδία περνά μισοκρυμμένη στη σκιά του βιβλικού Παραδείσου και μεταλαμπαδεύει την ουσία της καθώς και τα βουκολικά χαρακτηριστικά της στο μοτίβο του locus amoenus. Στα πρώτα βήματα της Αναγέννησης, ενισχύει σθεναρά την εκ νέου ανακάλυψη της Ελλάδας· με την άφιξη στην Αμερική των πρώτων Ευρωπαίων κατακτητών, αφήνει τον ισχυρό της αντίκτυπο στην αντίληψη για τον Νέο Κόσμο.

Με αφετηρία την Ιταλία του 16ου αιώνα, η Αρκαδία κατακτά τις λογοτεχνίες της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας· με βάση αυτόν τον θρίαμβο, εμπνέει τη γένεση της τοπιογραφίας, τη γένεση της όπερας, προσφέρει εικόνες στη μυστικιστική έκφραση, ανοίγει στη Νεοελληνική γλώσσα το δρόμο προς την αναγεννησιακή παράδοση και δίνει πνοή στα πρώτα έργα της γερμανικής, ολλανδικής και πολωνικής λογοτεχνίας.

Ενώ δοξάζει το ανθρώπινο σώμα στα πρώτα ζωγραφικά έργα με θέμα το γυμνό, η Αρκαδία χρησιμεύει ως αλληγορία ή μάσκα στον περίπλοκο κόσμο του παλατιού και προσφέρει καταφύγιο ενάντια στον αυξανόμενο θρησκευτικό φανατισμό. Στις φωνές των πιο ευαίσθητων ποιητών, τραγουδά σαν άλλοτε τον πόνο για τον χαμό αγαπημένων προσώπων· στα χέρια φιλοσόφων, ζωγράφων και αλχημιστών, μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό και απόκρυφο σύμβολο: et in Arcadia ego.

Αργότερα, σε ένα κόσμο κουρασμένο από την υπερβολή του Μπαρόκ, η Αρκαδία διεκδικεί ξανά την αρμονία του κλασικισμού· σε μια εποχή διαφωτιστών που αναζητά τον επαναπροσδιορισμό της κοινωνίας, η Αρκαδία υπενθυμίζει και πάλι την πηγαία καλοσύνη του ανθρώπου.Η Αρκαδία προβάλλεται στα παρθένα νησιά της Πολυνησίας με την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων· στοχάζεται με τους ρομαντικούς γύρω από τη φύση, την ευτυχία, την ομορφιά και τον θάνατο· και ξεκινά με τους πρώτους ταξιδιώτες εκείνης της ταραχώδους και ονειροπόλας εποχής μια κρίσιμη διαδικασία νέου εξελληνισμού της Ελλάδας.

Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, καταγγέλλει την αγριότητα του καπιταλισμού και αναθεωρεί την ιδέα της προόδου· στους παρθένους τόπους των νέων ηπείρων, εμπνέει την ίδρυση αποικιών και πόλεων και θρηνεί για έναν απειλούμενο αγροτικό κόσμο· ενάντια στη σεμνοτυφία και την ψεύτικη ηθική, υπερασπίζεται τον ελεύθερο έρωτα· ενάντια στις ακρότητες της ασυνειδησίας και της φιλοδοξίας, συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τη φύση· ενάντια στον πόλεμο και την κατάχρηση, εξεγείρεται ακατάπαυστα προασπίζοντας ενστικτωδώς την ειρήνη. Από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η Αρκαδία αποτελεί μια σταθερά στον πολιτισμό μας, εφιστώντας αιώνια την προσοχή στο ουσιώδες, το καλό και το δίκαιο.

Η μακρινή φωνή τού Ησίοδου, ο ουτοπικός ορθολογισμός τού Πλάτωνα, οι αθώες αντηχήσεις τού Θεόκριτου, οι εκλεπτυσμένοι στίχοι τού Βιργίλιου, η διαρκής γοητεία τού Οβίδιου, η νέα ελπίδα τού Ενδελέχιου και του Πομπόνιου, το ξαναζωντανεμένο όνειρο τού Νάσο, η ευρυμάθεια τού Δάντη, ο αλτρουισμός τού Πετράρχη και του Ριένζο, οι πολιτισμικές ανησυχίες των Μεδίκων, η ταπεινή σοφία τού Έρασμου, η ποιητική ευστοχία τού Σανατσάρο, ο ενθουσιασμός τού Μοντεμαγιόρ και τού Σίδνεϋ, ο μπαροκισμός τού Γκόνγκορα και του Ουρφέ, τα έμψυχα τοπία τού Πουσέν και του Λοραίν, η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο του Ρουσό, οι προβολές των Σίλερ, Σέλεϊ, Γκαίτε και Μπλέικ ή οι αρκαδικές αναφορές των ημερών μας είναι μόνο μερικά από τα δείγματα της απέραντης γοητείας που η εικόνα της Αρκαδίας άσκησε στον δυτικό πολιτισμό.

Η Δύση ζούσε ανέκαθεν με την τάση προς τη δράση, την ανάπτυξη, την υπέρβαση και την πρόοδο, τάση που την οδήγησε επανειλημμένως στην υπερβολή και τη πλεονεξία· αλλά από την άλλη μεριά, ποτέ δεν έπαψε να έχει σαν αντίβαρο την Αρκαδία για να αναθεωρεί συνεχώς όλες αυτές τις στάσεις ζωής. Με τον τρόπο της, η Αρκαδία κατάφερε να γίνει μια εξιδανίκευση του ελληνικού ιδεώδους· όχι όμως μια εξιδανίκευση προς το άκρον, αλλά προς την ισορροπία.

Η Αρκαδία επέζησε στον χρόνο διότι είναι ακριβώς μια εικόνα: διότι δεν είναι πιστεύω, ούτε δόγμα, ούτε -με οποιονδήποτε τρόπο- ουτοπία. Το πιστεύω και το δόγμα αντιτίθενται στην εικόνα λόγω της αρτηριοσκλήρωσης και της αυστηρότητάς τους. Και η ουτοπία, που είναι εξ ορισμού αυτό που δεν έχει τόπο, αντιτίθεται στην Αρκαδία γιατί η τελευταία- εξιδανικευμένη ή μη - είναι πάνω απ' όλα ένας τόπος.

Αλλά επιπλέον, η Αρκαδία δεν είναι ουτοπία για έναν ακόμα λόγο: γιατί η ουτοπία είναι ένα συγκεκριμένο φανταστικό πρότυπο που στοχεύει να πραγματοποιηθεί, να αντικαταστήσει το κατεστημένο με έναν κλειστό και τέλειο κόσμο. Και σε έναν τέλειο κόσμο, η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε να υπάρξει. Η ουτοπία αποσκοπεί στην επιβολή του καλού, και σε αυτό έγκειται και η ρίζα της ίδιας της καταστροφής της· η Αρκαδία εν τούτοις δεν επιδιώκει να επιβληθεί· είναι μια διαρκής εικόνα στον ορίζοντα· δεν είναι η επιβολή του καλού, αλλά η σαγήνη προς το καλό· δεν είναι η επανάσταση, αλλά η πειθώ.

Εξάλλου, ενάντια σε ό,τι κανείς θα μπορούσε να υποθέσει, ο μύθος της Αρκαδίας δεν αποτελεί μία από τις πανάρχαιες αφηγήσεις της ελληνικής μυθολογίας. Είναι - κατά μία έννοια - ένας νέος μύθος: ο πρώτος και ο πιο ισχυρός από όσους γέννησε ο δυτικός μας πολιτισμός. Σε αντίθεση με τους αρχαιοελληνικούς μύθους, η Αρκαδία δεν φθάνει στον πολιτισμό μας κατακερματισμένη από τα βάθη του χρόνου για να ανασυνθέσει την ταλαιπωρημένη της μορφή στους στίχους του Ησίοδου και του Ομήρου. Ο μύθος της Αρκαδίας πλάθεται εξολοκλήρου στους κόλπους του δυτικού πολιτισμού.

Στον μακρύ δρόμο που οδηγεί από τον Ησίοδο στον Θεόκριτο, η Αρκαδία ως μύθος υπήρξε μόνο ένας σπόρος· απέκτησε την ταυτότητά της με τον Βιργίλιο, στο απόγειο πλέον του ρωμαϊκού κλασικισμού· και δεν άρχισε να αποδίδει την πλούσια σοδειά της παρά μόνο μετά από δεκαπέντε αιώνες, με αρχή την νέα ώθηση του Σανατσάρο. Έτσι λοιπόν, ενώ ο ελληνικός μύθος είναι κατά κύριο λόγο μια κληρονομιά, ο μύθος της Αρκαδίας αποτελεί περίτρανα μια δημιουργία του πολιτισμού μας. Και, το πιο σημαντικό: μια δημιουργία ακόμα εν τω γίγνεσθαι· γεγονός που μας καθιστά όχι μόνο κληρονόμους της αλλά και συνεχιστές της, κοινωνούς και συνεργούς στην εξέλιξή της.

Σ' αυτό το τελευταίο σημείο, η Αρκαδία προβάλλει ενώπιόν μας ως μια πρόκληση. Η προώθηση σήμερα της ιδέας της Αρκαδίας δεν σημαίνει καλλιέργεια της παράδοσης ή της νοσταλγίας, δεν είναι απάρνηση του κόσμου ούτε επιθυμία να γίνουμε ξαφνικά ποιητές ποιμένες, και ούτε σημαίνει βέβαια να πουλάμε τουρισμό με μια πρόχειρη ετικέτα θρυλικού κύρους.

Είναι η υιοθέτηση αυτής της καθαρά ανοιχτής και δημιουργικής στάσης ζωής της οποίας ανέκαθεν υπήρχε έμβλημα η ονομασία αυτού του τόπου. Είναι η προσχώρηση σε μια προσπάθεια υπέρ του ανθρώπου που έρχεται από πολύ μακριά κι όμως εξακολουθεί να είναι πάντα επίκαιρη και επαναστατική.

Τώρα, προκλήσεις όπως η οικολογική συμπεριφορά, το δίκαιο εμπόριο, η αειφόρος ανάπτυξη, η ουμανιστική συνείδηση και η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και το περιβάλλον του συνεχίζουν και διευρύνουν τις προσπάθειες που έγιναν ανά τους αιώνες πίσω από την ποιητική εικόνα της Αρκαδίας. Τώρα, πρόκειται για τη δημιουργία μιας ροής ανάμεσα σ' αυτόν τον τόπο και την απήχησή του στον κόσμο. Πρόκειται για την αξιοποίηση προς όφελος όλων ενός τεράστιου κεκτημένου και ενός τεράστιου δυναμικού διάσπαρτων στον παγκόσμιο πολιτισμό. Πρόκειται για την τροφοδότηση της δύναμης εμπνεύστριας του ονόματος και της εικόνας της Αρκαδίας με χειρονομίες και γνωρίσματα της εποχής μας. Διότι το όνομα είναι αυτό που στηρίζει την ουσία των πραγμάτων στη σκέψη μας. Διότι η εικόνα είναι πιο ισχυρή, πιο ανοιχτή και πιο ελεύθερη από το σύστημα, την ουτοπία ή το δόγμα. Και διότι, επανειλημμένως, όταν οι άνθρωποι σκέφτηκαν πως είναι δυνατόν να είναι κανείς ευτυχισμένος και δίκαιος σ' αυτόν τον κόσμο, ανέτρεξαν στην Αρκαδία.



text & photographs: Pedro Olalla, Director of International Society for Arcadia

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Αποστολή στην Αρκαδία



Αποστολή στην Αρκαδία
Συγγραφέας:Τσαπόγας Μίλτος(Kane)

Φρονώ στ' αλήθεια κι όχι επειδή αρέσκομαι στα στερεότυπα που συχνά κι αβίαστα ακούς να λέγονται, μα λόγω εμπειριών προσωπικών, ότι ετούτη η χώρα, η μικροσκοπική σε έκταση, έχει μεριές απόμακρες και γης κομμάτια που ξεπερνούν κατά πολύ στην ομορφιά και τη σαγήνη τις άλλες πατρίδες. Αλλά και η κάθε μιά τοποθεσία ελληνική είναι κονομημένη ξέχωρα με την προσωπική της κληρονομιά, γι αυτό και η κάθε περιοχή της Ελλάδος αποτελεί χωριστά από ένα πετράδι. Και επειδή γούστο του καθενός ανάμεσα σε όλους τους πολύτιμους λίθους, είναι να ξεχωρίσει και να κάμει διαλογή το πετράδι της αρεσκείας του, έτσι κι εμείς, σε αυτή τη νέα μας περιήγηση θα δείξουμε την προτίμησή μας σε εκείνη την καταπράσινη σαν σμαραγδένια στο χρωματισμό της πολύτιμη πέτρα της Πελοποννήσου που το όνομά της είναι Αρκαδία. Μα λέω να αφήσω στην άκρη τους προλόγους και να ξεκινήσω να σας ιστορώ με τα δικά μου λόγια και λιγοστές παραθέσεις, παλιές απολησμονημένες διηγήσεις που ήβρα κι αναδίφησα σε διαφορετικών λογιών βιβλία, οι οποίες μνημονεύουν ένα σύνολο από αρκαδικές παραδόσεις. Ιστορίες νόστιμες για τη φαντασία, που λάβανε την υπόστασή τους απάνω στις σύδεντρες βουνοπλαγιές και τις βραχώδικες κορφές της έμορφης και πολυθρύλητης Αρκαδίας. Λύκαιον Όρος: Η ιερή των Αρκάδων κορυφή, η αρχαία Λυκόσουρα και η νυμφαία θαυματουργή πηγή Αγνώ. Και είπα να κάνουμε την αρχή με το όρος Λύκαιον το οποίο ορθώνεται στο νοτινό κομμάτι της Αρκαδίας με κορυφή που αγγίζει περίπου τα 1400 μέτρα. Εάν θέλεις να το ιδείς καλά κι από κοντά αφού προσπεράσεις τη Μεγαλόπολη ερχόμενος από Τρίπολη, θα πρέπει να ακολουθήσεις τις πινακίδες προς τις Καρυές και τη Λυκόσουρα. Αυτό ήτανε. Τώρα πια παίρνεις την ανηφοριά που έχει αποκτήσει σημάνσεις για την ιερή κορυφή, ρωτάς και κανέναν Αρκάδα τσομπάνο για να το σιγουρέψεις, και στα μισά της ώρας έχεις ζυγώσει κάτω από την κορυφή του. Στα δεξιά σου τώρα το αρχαίο στάδιο κι αριστερά η πηγή «Αγνώ» για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Όταν σιμώσεις στην κορυφή θα ιδείς καταμπροστά σου ριγμένες και λιγοστές τις εναπομείναντες αρχαίες πέτρες που είναι δουλεμένες από τα χέρια των προγόνων μας, πλησίον του ερημοκλησιού του ʼη Λιά το οποίο στέκεται εκεί από τα 1935. Ετούτη όπως προείπαμε είναι η ιερά κορυφή των Αρκάδων την οποία μετά από το ταξίδι του στην Αχαΐα και ερχόμενος στην Αρκαδία, είχε θαυμάσει κι ο πολυφημισμένος περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας. Κι έλεγε για κείνη: Στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού υπάρχει βωμός του λύκαιου Δία αποτελούμενος από σωρό χώματος. Το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου είναι ορατό από το μέρος αυτό. Μπροστά στο βωμό, στ' ανατολικά, υψώνονται δυο κίονες, επί των οποίων υπήρχαν παλαιότερα αετοί επίχρυσοι. Πάνω στο βωμό γίνονται θυσίες απόρρητες για το λύκαιο Δία, για τις οποίες δεν μου είναι ευχάριστο να πολυπραγμονήσω. Ας γίνονται όπως γίνονται κι όπως γίνονταν από την αρχή. Μα εκείνο που είναι άξιο περισσότερο να ιδούμε είναι αυτό που λέει πρωτύτερα για τον τόπο που εξετάζουμε, όταν κάμει κάποια αναφορά στα μυστήριά του: Θαυμαστά πράγματα συμβαίνουν στο Λύκαιο όρος, ιδιαίτερα το εξής: υπάρχει στο βουνό τέμενος του λύκαιου Δία, στο οποίο δεν επιτρέπεται να μπουν άνθρωποι. Αν κανένας περιφρονήσει τον κανόνα και μπει, ανάγκη αναπότρεπτη είναι να μη ζήσει πάνω από μια χρονιά. Έλεγαν ακόμη πως κάθε ζωντανή ύπαρξη που θα βρεθεί μέσα στο τέμενος, ζώο ή άνθρωπος, δεν ρίχνει σκιά. Γι' αυτό το λόγο, αν ένα ζώο καταφύγει στο τέμενος, εκείνος που το κυνηγάει δεν το ακολουθεί μέσα, αλλά μένει έξω, από όπου παρατηρώντας το ζώο, δεν βλέπει καμιά σκιά του(Παυσανίου: Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, Εκδοτική Αθηνών). Αφιέρωσες το χρόνο της αρεσκείας σου στην κορυφή με την πανώρια θέα και αποφασίζεις να κινήσεις για τη Λυκόσουρα. Κατά την επιστροφή σου από την ίδια διαδρομή εύκολα θα απαντήσεις την αρχαιότατη πηγή «Αγνώ» που σήμερα οι Αρκάδες την έχουνε ανοικοδομήσει όμορφα με υλικό εντόπιο. Από τα χρόνια του περιηγητή είναι σωσμένη για την πηγή της νύμφης μια παράδοση που περιγράφει κάποιαν αρχαία λιτανεία την οποία πραγμάτωναν οι ιερείς του Λυκαίου Διός στις απεχθέστατες περιόδους μακροχρόνιας ξηρασίας. Ο ιερέας αφού έκαμε τις προσευχές του και θυσίαζε στο καθάριο νερό της «Αγνώ», ετάρασσε την επιφάνειά του νερού με ένα κλαδί βαλανιδιάς. Το τελετουργικό αποσκοπούσε στο να ανυψωθούν από την πηγή υδρατμοί που κατά τρόπο αφύσικο θα σχημάτιζαν στον ουρανό κάποιο μικρό σύννεφο. Εκείνο, θα είχε την ικανότητα να προσελκύσει κατά τη γη των Αρκάδων και άλλα μακρινότερα σύννεφα και όλα μαζί θα δημιουργούσαν στην περιοχή βροχόπτωση. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως παράδοση είναι διαχρονική, τόσο δε, που ακόμη και στις ημέρες μας οι άνθρωποι του τόπου κάνουν παρεμφερείς δεήσεις για βροχή κατά τις είκοσι του Ιούλη λίγο ψηλότερα, στο εξωκλήσι του ʼη Λιά. Ύστερα είναι και η Λυκόσουρα, που πιθανόν να μην γνωρίζετε ότι εικάζεται πως είναι η αρχαιότερη πόλη του κόσμου -η πρώτη που είδε το φως του ήλιου- και πως από εκείνη είδαν οι άλλες πανάρχαιες πόλεις και γίνηκαν. Μιας όμως κι έπιασα να σας εξιστορώ για τόπους αρχαίους, επιβεβλημένο είναι να σας προτρέψω να απαντήσετε και το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες, ο οποίος καταλαμβάνει ένα από τα φυσικά πλατώματα των ορεινών της περιοχής του σε υψόμετρο 1130μ. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ετούτο το μεγαλόπρεπο κομψοτέχνημα δωρικού ρυθμού σχεδιάστηκε από το διάσημο αρχιτέκτονα Ικτίνο (γνωστό από τη συνεισφορά του στο σχεδιασμό του Παρθενώνα), ενώ την ονομασία του κονόμησε χάριν της βοήθειας που η θεότητα έδωκε στους Φιγαλείς για την ανάκτηση της πόλης τους στον αγώνα που δώσανε ενάντια στους Σπαρτιάτες (659 π. Χ.). Αλλά νομίζω πως αρκετά έχουμε πει για τα αρχαία. Ώρα είναι να ιδούμε τι έχουνε να μας ιστορήσουν τρία μεσαιωνικά μνημεία της Αρκαδίας που η σκούφια τους κρατά από τους ρομαντικούς και αιματόβρεχτους καιρούς των Ιπποτάδων και των Δεσποσύνων. Από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Τα κάστρα Καρύταινας και ʼκοβας: Τα απομεινάρια των Γάλλων ιπποτών στο Μοριά. Σχετικά με το κάστρο της Καρύταινας έχουν εξιστορηθεί πολύ λίγα πράματα ενώ λιγότερα θαρρείς πως συναντάς ακόμη άμα το ερευνήσεις, για τον σπουδαίο διαφεντευτή του –κατά σειρά δεύτερο-, τον λιονταρόψυχο σταυροφόρο πολέμαρχο Γοδεφρείδο ντε Μπρυγιέρ. Τον ξακουσμένο ιππότη, του οποίου η φιγούρα έμελε να μετουσιωθεί μέσα στην καταχνιά της ιστορίας σε σκοτεινό θρύλημα. Ένα θρύλημα, από εκείνα που οι γεροντάδες της Καρύταινας, του πανώριου χωριού που φωλεύει στα πόδια του καστρόλοφου, περιπλέκουν υπέροχα, για να τα ψιθυρίσουν μιαν άγνωστη στιγμή στην αχόρταστη του επισκέπτη φαντασία... Το παλαιό καστέλι χτίστηκε κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας αναμεταξύ του 14ου και 13ου αιώνα από τον πατέρα του προαναφερθέντος ιππότη, τον μεγαλοβαρώνο Ούγο ντε Μπρυγιέρ. Ήταν η εποχή της μεγάλης μοιρασιάς των ελληνικών εδαφών που κάμανε μεταξύ τους οι ευγενείς των σταυροφόρων ύστερα από την τέταρτη σταυροφορία και την κατάληψη της ανίσχυρης σε κείνα τα άγρια χρόνια Κωνσταντινούπολης. Όπως προείπαμε, μετά τον Ούγο, το επιβλητικό οχυρό που ο Καζαντζάκης σαν το αντίκρισε επιθύμησε να το βαφτίσει «Τολέδο της Ελλάδας», περνάει στην κυριαρχία του Γοδεφρείδου, μα το πεπρωμένο του έγραφε ότι δε θα έμενε στην ιπποτική τη δούλεψη για περισσότερα από εκατό χρόνια. Σαν όλα λοιπόν τα ελληνικά τα κάστρα έτσι και τούτο, πήρε την αιματόβρεχτη διαδρομή στην ιστορία. Ύστερα από την αλαζονική φάρα των σιδεροντυμένων ιπποτών, έρχονται και το κυβερνάνε διαδοχικά οι Βυζαντινοί, οι λάτρες του εμπορίου Βενετσιάνοι και οι Τούρκοι. Και κατόπιν, σαν οι καιροί αλλάξαν κι έφτασε η επανάσταση του γένους, το ανεμοδαρμένο φράγκικο κάστρο πέρασε στους Έλληνες και στο θεριό του γένους Κολοκοτρώνη, που από τις δαντελωτές του τις επάλξεις θα έκαμε τον Ιμπραήμ και τα φουσάτα του να σκιάζονται το παλαιό φρούριο όπως ο διάολος το λιβάνι. Μα ξέχασα να σας διηγηθώ εκείνο το απολησμονημένο θρύλημα που ψιθυρίζεται από ελάχιστα στόματα στο φωλιασμένο κάτω από τον καστρόλοφο χωριουδάκι, τη θαυμαστή Καρύταινα. Τα ψιθυρίσματα αυτά λένε για τον Ντε Μπρυγιέρ -τον φοβερό κι ανδρείο ιππότη -, πως τις σιωπηλές στιγμές που στα αρκαδικά βουνά σιμώνει μεσονύχτι, ακούγεται να γυροφέρνει απάνω στον τριγωνικό του κάστρου περίβολο, καβάλα στο πανέμορφο άλογό του. Και είναι αρματωμένος και ισχυρός, που λες ότι κι ο θάνατος ακόμη εδείλιαζε να τόνε βλέπει να σεργιανάει στα ανήλιαστα παλάτια του και τόνε γύρισε πίσω. Τέτοια παραμύθια, με τα φανταστικά καμώματα των προσωπικοτήτων των παλαιών καιρών που αφέντεψαν πύργους και φρούρια έχει σωσμένα η πατρίδα μας στα λαογραφικά της ράφια σωρό. Ας δούμε τώρα το λοιπόν, ένα μεσαιωνικό ιστόρημα που χει παραλλαχθεί στο χρόνο, για κάποιο αρκαδικό κάστρο φρικωδώς εγκαταλειμμένο στις ημέρες μας, το οποίο θαρρείς πως ανασάνει όσο μπορεί μονάχα μέσα από τα λιγοστά χείλη που μιλούν για κείνο: Μιάμιση ώρα μακριά από τη Βερβίτσα είναι το κάστρο της Μονοβύζας. Αυτή ήταν βασιλοπούλα, και την έλεγαν Μονοβύζα γιατί είχε μονάχα ένα βυζί, και επειδή ήταν μακρύ και βαρύ, το εγύριζε από το νώμο και το έριχνε πίσω στις πλάτες της για να ξαλαφρώνει. Η ίδια η Μονοβύζα έφτιασε και Της Κυράς το γιοφύρι στο Ρουφιά, παρακάτου από το κάστρο της Γλανίτσας, κοντά στη Στρέζοβα. Το κάστρο της το πάτησαν μια φορά εχτροί, αλλά τη Μονοβύζα δεν μπόρεσαν να την πιάσουν, γιατί έφυγε νύχτα από μια μυστική πόρτα, απ' αυτή εχώθηκε εις ένα υπόγειο δρόμο, και όταν έφτασε στην άκρη, έσπρωξε την πλάκα που ήταν βουλωμένο το άνοιγμα του δρόμου και εβγήκε στον κάμπο... (Απόσπασμα από τις «Παραδόσεις» του Νικόλαου Πολίτη τ.'Α εκδ. γράμματα) Όμως, ποιό είναι το κάστρο που μνημονεύεται από την παράδοση και ποιά η Μονοβύζα; Το «κάστρο που βρίσκεται μιάμιση ώρα μακριά από τη Βερβίτσα» δεν υπάρχει αμφιβολία πως αντιστοιχεί στο κάστρο της «ʼκοβας»(Το κάστρο είχε ονομαστεί από τους σταυροφόρους Mategriffon που στα φράγκικα σήμαινε «σκότωσε το γρύπα», δηλαδή τον Έλληνα. Έπειτα από σχετική μου έρευνα ανακάλυψα ότι η λέξη θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά λίγο ενωρίτερα από την τρίτη σταυροφορία κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, όταν ο ʼγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατά το πέρασμά του από την Ιταλία, βάφτισε Mategriffon έναν ξύλινο θηριώδη πύργο που κατασκεύασαν οι άνδρες του για την αντιμετώπιση των Ελλήνων της Σικελίας). Όσο για τη Μονοβύζα, εκείνη το πιθανότερο ήταν η δευτερότοκη θυγατέρα του επί φραγκοκρατίας πρίγκιπα της Πελοποννήσου Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου. Το όνομά της ήτανε Μαργαρίτα και φυσικά τα στήθια της βρίσκονταν στις θέσεις τους. Όμως, σαν έγινε «Κυρά κι αρχόντισσα της ʼκοβας» κι αφέντευε το κάστρο, οι τότε πλέχτες των γλαφυρών ιστοριών της περιοχής ορέχτηκαν να την κάμουν να φέρνει στα παραμύθια τους με τις μυθικές Αμαζόνες, για τις οποίες γνωρίζουμε πως κόβανε το δεξιό τους στήθος για να τα καταφέρνουν ευκολότερα με το δόρυ τους. Μα είναι η ώρα να αφήσουμε πίσω μας και τούτο το καστέλι, για να γνωρίσουμε και πάλι, ένα πολυθρύλητο μεσαιωνικό φρούριο που το όνομά του γίνηκε ένα στα χρόνια του με τον ατόφιο ελληνικό ηρωισμό. Το κάστρο του Αρακλόβου. Αλλιώς, θα μπορούσαμε να το πούμε το συγκεκριμένο και κάστρο «φάντασμα», γιατί για εμάς τους περιπατητές αλλά και κάθε αναζητητή της σύγχρονης εποχής η τοποθεσία του είναι πραγματικά άδηλη. Τα στοιχεία δείχνουν πάντως ότι το πιθανότερο είναι να ευρισκόταν στην Αρκαδία, γι αυτό και αποφάσισα να το εντάξω στις παρούσες σελίδες. Ελάχιστα στοιχεία γνωρίζω γι αυτό επειδή ελάχιστα διεσώθησαν. Εκείνο όμως που έχει καταγραφεί και είναι άξιο να γνωρίσετε, είναι η γενναιότητα που έδειξε το κάστρο τούτο κατά τα πρώτα χρόνια της φραγκοκρατίας απέναντι στους σιδεροντυμένους τυχοδιώκτες σταυροφόρους. Πέντε χρόνια ολάκερα σφυροκοπούσε τα θεμέλιά του ο Καμπανέσης, ο πρώτος ηγεμόνας του Μοριά. Όλον εκείνο τον καιρό, υπερασπιζόταν το κάστρο ένας λιονταρόψυχος, ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, απόγονος της φημισμένης οικογένειας των Βουτσαράδων της Λακωνίας. Τα μπράτσα του μπόραγαν και βαστούσαν το υπερμέγεθές του ρόπαλο που άλλου θνητού η ρώμη δεν έφτανε όρθιο να το κρατεί. Να πως έκανε την καταγραφή του Βουτσαρά αλλά και του Αρακλόβου ένα παλιό στιχούργημα, το χρονικό του Μορέως: ...να στείλουν κ' εις το Αράκλοβον όπου κρατεί τον δρόγγον, όπου το λέγουν τα Σκορτά, μικρόν καστέλιν ένι, αλλά εις τραχώνιν κάθεται, πολλά ένι αφιερωμένων. Λέγουν οκάποιος το κρατεί από τους Βουτσαράδες, Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι... Το κάστρο έχει και το θρύλο του: Το μακρινό εκείνο καιρό που οι ανδρειωμένοι του Βουτσαρά πάλευαν με τους ιππότες για το κάστρο, είχε προκύψει στα κρυφά το ερωτικό ειδύλλιο. ανάμεσα στον Καμπανέση(ονομαζόταν Γουλιέλμος του Σαμπλίτ), και την πεντάμορφη κόρη του έλληνα πολέμαρχου Μαρία Δοξαπατρή. Σαν όμως τα έφερε ο καιρός ανάποδα για το μυστικό ζεύγος και ο Καμπανέσης αναγκάστηκε να φύγει για την πατρίδα του, ή έμορφη θυγατέρα από το μαρασμό της πήρε τη μοιραία απόφαση να δώσει τέλος στα ζηλευτά της νιάτα κάμωντας ένα πήδημα στα νερά του Αλφειού. Κλείνοντας...Όπως συμβαίνει όμως με κάθε ιστορία, έτσι και τούτο μας το οδοιπορικό κατευθύνεται προς ένα τέλος. Μα πριν να το κλείσουμε, λέω να σας υποδείξω με λίγα λόγια, κάποια ακόμα από τα αξιοπρόσεχτα της αρκαδικής γης, τα οποία είχα την τύχη από κοντά κι εγώ ο ίδιος να ιδώ και να αποθαυμάσω. Έτσι έχουμε: Κοντά στο φημισμένο Λεβίδι, την αρχαία πόλη κράτος του αρκαδικού Ορχομενού που ήταν το αντίπαλον δέος της Τεγέας και της Μαντινείας, με αρχαίο θέατρο αφιερωμένο στο θεό της ενώσεως μεταξύ των ανθρώπων Διόνυσο. Εντυπωσιακό μέρος των ερειπίων του θεάτρου οι δύο σωζόμενοι πέτρινοι θρόνοι στην άκρια της σκηνής του. Ύστερα, είναι το έμορφο πετρωτό γεφύρι της Καρύταινας(βρίσκεται κάτω ακριβώς από τη σύγχρονη γέφυρα που ενώνει Καρύταινα και Ανδρίτσαινα) το οποίο ο παλαιός θρύλος το θέλει να χει κρυμμένο μέσα στα παγωμένα του θεμέλια το άψυχο σώμα της αρχόντισσας του κάστρου. Το ιστόρημα φέρνει αμέσως στη μνήμη μας την πολυταξιδεμένη στο χρόνο παράδοση του ξακουστού ηπειρώτικου «Γιοφυριού της ʼρτας». Το λοιπόν, κι εδώ το ίδιο πράγμα φαίνεται πως συνέβαινε. Όσο κι αν επαλεύανε οι χτιστάδες να κάμουνε στέρεες τις καμάρες του, τόσο το φουσκωμένο ρέμα του Αλφειού που τρύπωνε από κάτω θέριευε, και η δόλια η γέφυρα σκορπούσε. Κι έτσι, αφού είδε κι απόειδε ο Καρυτινός αυθέντης, έχτισε την ταλαίπωρη γυναίκα του αντάμα με τις βουβαμένες πέτρες ώστε να πραγματωθεί η θυσία. Από τότε, το γεφύρι κατάφερε να στεριώσει και ποτέ ξανά δεν τους βασάνισε. Έπειτα είναι το εκκλησάκι της αγίας Θεοδώρας -και με αυτό θα κλείσουμε το οδοιπορικό μας-, «το εκκλησάκι με τα δέντρα», όπως είναι διασημότερο λόγω του εντυπωσιακού και σπάνιου φαινομένου της οροφής του με τα εφτά φυτρωμένα απάνω της πανύψηλα πεύκα. Πέραν όμως του φαινομένου, το οποίο -τι άλλο-, γίνεται καθημερινά αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιους, ενδιαφέρον παρουσιάζει ολάκερο το τοπίο και τούτο λόγω της υποβλητικής του βλάστησης που συνάμα με το ξωκλήσι και το καθάριο ρυάκι που στα ριζά του κυλά, φέρνει στις φαντασίες μας με πίνακα ζωγραφικής καλλιτεχνίας.









Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑ

Η Καρύταινα βρίσκεται στο κέντρο περίπου του Μοριά, στο νότιο τμήμα της Γορτυνίας, κοντά στη Μεγαλόπολη από την οποία απέχει 15 χιλιόμετρα. Μπρος της, απλώνεται το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, στο οποίο στην προϊστορική εποχή υπήρχε λίμνη με 22 χιλιόμετρα μήκος και 10 πλάτος. Στη διάρκεια της Πλειστόκαινου εποχής (1000000-50000 π.Χ), έζησαν εδώ διάφορα ζώα: ελέφαντες, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, βίσωνες, ύαινες, ελάφια κ.λ.π. Πριν από 100000χρόνια συνέπεια γεωλογικών μεταβολών, τα νερά τούτης της λίμνης, τρύπησαν τα στενά της Καρύταινας και φύγανε για τη θάλασα. Κατά καιρούς, ξεθάφτηκαν χαυλιόδοντες ελέφαντα μήκους τριών μέτρων. Περιβάλλεται από δύο ξακουστά ποτάμια. Τον Αλφειό και το Λούσιο. Ο Αλφειός σήμερα, 'υστερα από την κατασκευή του εργοστασίου της ΔΕΗ, έχασε την ομορφάδα του. Ο Λούσιος όμως τρέχει γάργαρος. Το φαράγγι του είναι θεϊκό, παραδεισένιο. Τοπίο άπειρου κάλλους. Λαχταριστές πέστροφες παίζουνε στα νερά του.


Το γεφύρι του Λούσιου



Από μακριά δίνει το επιβλητικό της "παρών" με το παμπάλαιο Φράγκικο κάστρο της, ντυμένη μ'όλη την αρχοντιά που της πρέπει και που της ανήκει. Ριζωμένη στην πλαγιά του βουνού "Αχρειοβούνι" και γύρω από το κάστρο απλώνει τα πόδια της ως κάτω τα ριζά του. Παρ' ότι περάσανε τόσα χρόνια, δε σταθήκανε ικανά να της αλλάξουνε την όψη και προ παντός την ομορφιά. Αγέραστη, ολόρθη στέκει ακόμη με τα πανύψηλα αρχοντικά της μαυρισμένα από το πέρασμα του χρόνου και την καπνιά του μπαρουτιού. Είναι χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας Βρένθης σε υψόμετρο 450 μέτρα και κάνει την εμφάνισή της από τις αρχές του 13ου αιώνα, την εποχή δηλαδή του ερχομού των Φράγκων. Νωρίτερα δεν αναφέρεται τίποτα για αυτή. Τ' όνομά της είναι δεμένο με κάποιους θρύλους και με κάποια γεγονότα που πήραν θέση σε τούτον τον τόπο χωρίς κάτι το ξεκαθαρισμένο. Με την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους και κατά τη διανομή της από το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο τον Α' (1209-1218), η Καρύταινα έγινε Γαλλική Βαρωνία και ο Ούγκω-Ντε-Μπρυγέρ, ήταν ο πρώτος βαρώνος στον οποίο δόθηκαν και 24 ιπποτικά τιμάρια (τσιφλίκια-φέουδα). Οι Φράγκοι δεν καταλάβανε αμαχητί την Καρύταινα. Προβάλανε μεγάλη αντίσταση μερικοί Γορτύνιοι που είχαν οχυρωθεί στο λόφο του Κάστρου, μα δεν μπορέσανε να κρατηθούνε κι οι Φράγκοι γίνανε κυρίαρχοι του τόπου. Ο Ούγκω-Ντε-Μπρυγέρ κι ο Γοδεφρείδος-Ντε-Μπρυγέρ κατόπιν οχυρώσανε την Καρύταινα με ισχυρό κάστρο για ν' ασφαλιστούν από τις επιδρομές των Σλάβων και Σκορτών. Το κάστρο τούτο ονομάστηκε και "Τολέδο της Πελοποννήσου".


Το φρούριο της Καρύταινας (δυτική άποψη)



Στην Καρύταινα μείνανε οι Φράγκοι μέχρι το 1324 γιατί στο μεταξύ ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος ο Ασάνης, κατάφερε να διώξει τους κατακτητές και να μείνει κυρίαρχος του κάστρου και της περιοχής. Στο διάστημα της παντοδυναμίας των Παλαιολόγων στην Πελοπόννησο, η Καρύταινα ανήκε άλλοτε στον Κωνσταντίνο άλλοτε στο Θωμά καθώς και στο Δημήτριο Παλαιολόγο. Το 1459 κατόπιν σκληρής μάχης την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Στο διάστημα αυτό έγινε πρωτεύουσα ιδίου Καζά (διοικητική περιφέρεια μεγαλύτερη του νομού) και περιλάμβανε τη σημερινή Γορτυνία, τμήμα του τ. δήμου Λυκόσουρας και Μεγαλόπολης, του δήμου Φαλάνθου Μαντινείας, του δήμου Ολυμπίων και Λαμπείας του Ν.Ηλείας, καθώς και το χωριό Λιόπεσι και Καλαβρύτων. Χωριζότανε δε σε τέσσερα τμήματα: 1) των Βουνών, 2) της Άκοβας, 3) του Κάμπου και 4) της Λιοδώρας. Οι Καρυτινοί και οι Γορτύνιοι ποτές δεν έπαψαν να αγωνίζονται για να λευτερώσουν τον τόπο τους. Έτσι το 1687 έδιωξαν τους Τούρκους με τη βοήθεια των Ενετών και για 30 χρόνια (1687-1715) έγινε Ελληνική επαρχία. Όμως δεν άργησαν να την κατακτήσουν οι Τούρκοι και πάλι (1715) και έμειναν μέχρι το 1821.
Σ' όλο το διάστημα οι Έλληνες αγωνίζονταν για να διώξουνε τον τύραννο. Και μόνο το 1821 με τις θυσίες τη γενναιότητα και τον πατριωτισμό των ηρώων του '21, του θρυλικού Γέρου του Μοριά και των άλλων, η Καρύταινα λευτερώθηκε κι εκεί εγκαταστάθηκε το στρατηγείο του επαναστατημένου γένους. Ο Κολοκοτρώνης, ο αγαπημένος αρχηγός της Καρύταινας, έδωσε εντολή να ξαναφτιάξουνε το γκρεμισμένο κάστρο για να χρησιμοποιηθεί για ορμητήριο και ασφάλειά του άμαχου πληθυσμού κι εκεί στα ριζά του κάστρου, κοντά στην Παναγιά, έφτιαξε και το σπίτι του. Του Κολοκοτρώνη το σπίτι ακούς να σου λένε σήμερα.


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Η Καρύταινα, ο τόπος της είναι δεμένος με θρύλους και με σπουδαία ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του Έθνους. Έχει αξιόλογα μνημεία που συγκινούν τον επισκέπτη: Ο Αγιο-Νικόλας, η Παναγιά- εκκλησιές από τη βυζαντινή εποχή- κι οι 25 εκκλησίες που υπάρχουν ακόμα. Οι τρεις αξιόλογοι πύργοι. Η βρύση του Σπολάτη. Η σπηλιά της Κάβιας, η θαυμάσια αρχιτεκτονική των πέτρινων σπιτιών, η γέφυρα με τους θρύλους της. Εδώ γεννήθηκαν αξιόλογοι άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο νομοδάσκαλος του έθνους Νικόλαος Π. Δημητρακόπουλος, υπουργός δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου, ο ποιητής Δημοσθένης Βαλαβάνης και άλλοι. Ακόμη άνθρωποι του εμπορίου κ.λ.π. Σήμερα έχει μείνει μόνη, με λιγοστούς ανθρώπους, λόγω της φυγής, όμως με την ιστορία της, τη δόξα της, τους θρύλους της και με τη φωτογραφία της στο πεντοχίλιαρο μαζί με τον μπαρουτοκαπνισμένο Γέρο του Μοριά. Γιατί Καρύταινα σημαίνει Κολοκοτρώνης και Κολοκοτρώνης σημαίνει Καρύταινα.
Η Καρύταινα με Π.Δ, που δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθ. 594/13-11-1978 ανακηρύχτηκε παραδοσιακός οικισμός. με το σχέδιο "Ιωάννης Καποδίστριας" η Καρύταινα έγινε έδρα του Δήμου Γόρτυνος στον οποίο υπάγονται τα γύρω χωριά, 15 τον αριθμό. Κάθε καλοκαίρι γεμίζει ασφυκτικά από επισκέπτες που θαυμάζουν το ωραίο τοπίο και μαγεύονται από τους θρύλους που 'ναι δεμένοι με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Με την ιστορία του για την οποία μιλάνε όλα γύρω σου. Τα στενά δρομάκια της, οι πύργοι και τα κάστρα της, τα αρχοντικά της αλλά και οι πέτρες ακόμα. Στις 17 του Μάη, η Καρύταινα πανηγυρίζει τον τοπικό της Άγιο Αθανάσιο και το Δεκαπενταύγουστο, κάθε χρόνο, γίνεται το παζάρι της Καρύταινας, για το οποίο ολοχρονίς δουλεύουνε οι γυναίκες της Καρύταινας.
Αρκετά βιβλία έχουν γραφτεί καθώς και δύο εφημερίδες, μηνιαίες, έχουν την έδρα τους στην Καρύταινα: Το "Γορτυνιακό Βήμα" του Δημήτρη Ι. Κωστόπουλου και "Ο Αρκαδικός Κήρυκας" του Ηλία Σ. Τσαρμπόπουλου. Στεκόμαστε νοερά για λίγο στο "ερημικό" της σήμερα κι αγναντεύουμε από την τάπια του κάστρου. Και βλέπουμε! Και τι δε βλέπουμε! Μα και πόσα δεν έρχονται στο νου με τη θύμηση ή με το κοίταγμα κάποιου τοπίου, κάποιου πύργου, κάποιου γκρεμισμένου σπιτιού ή κάποιου μικρού δρομίσκου! Πόσα γεγονότα δεν πήρανε θέση γύρω από το κάστρο. Ιππότες και δούλοι και εχθροί και ήρωες το πάτησαν. Άλλοι έχτιζαν, άλλοι γκρέμιζαν! Άκουσε το ποδοβολητό όλων τούτων! Μα στέκεται ακόμα όρθιο και παρέχει σήμερα στέγη και ασφάλεια δωρεάν σε όλα τα πετούμενα του τόπου. ΄Ολος αυτός ο χώρος της Καρύταινας είναι γιομάτος ιστορία και δόξα. Από που ν'αρχίσει και που να τελειώσει! Αξίζει της δικής μας αγάπης. Τι διακοπές μας μπορούμε άνετα να τις περνάμε εκεί. Και καθένας μας ας βοηθήσει με τον τρόπο του τον τόπο που μας γέννησε για το ξαναζωντάνεμά του. Είναι εθνική ανάγκη!

Τα κείμενα είναι του συγγραφέα-λογοτέχνη-ιστορικού ΓΙΑΝΝΗ Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, από την Καρύταινα.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

O θάνατος του αφεντη της Καρύταινας...

ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος,
ἔπεσε εἰς ζάλην φοβερήν, ᾿ς ἀστένειον βαρυτάτην
κ᾿ ἐνίκησεν τὸ φυσικόν, τὸ ἔχουσιν οἱ ἀνθρῶποι,
κ᾿ ἐπῆρε τον ὁ θάνατος· ἔδε ζημία μεγάλη
ὅπου ἦλθε ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν, θλίψη μεγάλη ἐγίνη.
Ἐθλίβη τον ὁ πρίγκιπας, ὅπου ἦτον γὰρ καὶ θεῖος του,
οἱ πάντες τὸν ἐκλάψασιν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
αὐτὰ τὰ ὄρνεα τὰ ἄλαλα κι αὐτὰ ἐκλάψανέ τον·
ἀϊλλοὶ ζημία ποῦ ἐγίνετον ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν!
Καὶ ποῖος οὐκ ἐβλαστήμησεν καὶ τίς οὐκ ἐλυπήθη;
πατέραν εἶχαν τὰ ὀρφανά, ἄντραν εἶχαν οἱ χῆρες,
ἀφέντην καὶ διαφέστοραν ὅλη ἡ φτωχολογία.
Τοὺς ἅπαντες ἐφύλαγεν ἀπὸ τὴν ἀδικίαν·
ποτὲ φτωχὸν οὐκ ἄφινεν νὰ δυστυχοατυχήσῃ,
ἄνθρωπον ποῦ ἐχρημάτιζεν νὰ πέσῃ εἰς πενητείαν.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ὁ θάνατος ἐτότε,
νὰ ἐπάρῃ ἐτέτοιον ἄνθρωπον, ἐξάκουστον στρατιώτην,
νὰ μείνουσιν πεντάρφανα ὅσοι τὸν ἀγαποῦσαν.
Λοιπόν, ὡς ἦλθε ἀπὸ ἁμαρτίας κι οὐκ εἶχεν κληρονόμον
νὰ ἀφήκῃ τέκνον ἀπὸ αὐτοῦ, διὰ νὰ κληρονομήσῃ
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν στὸν Μορέαν,
εἰς τῶν Σκορτῶν γὰρ τὸν ζυγὸν καὶ εἰς ἑτέρους τόπους,
τὸν τὸπον του ἐμερίσασιν κ᾿ ἐποῖκαν δύο μερίδια·
τὸ ἕνα ἐπῆρε ὁ πρίγκιπας διατὸ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν,
καὶ τὸ ἄλλο ἡ γυναῖκα του διὰ ντουάριν, ὅπου εἶχεν.

Χρονικόν του Μορέως...